- νευρίτης
- (I)ο(ανατ.-βιολ.) ο νευράξονας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neurite < νεύρο + κατάλ. -ίτης].————————(II)νευρίτης, ὁ (Α)φρ. «νευρίτης λίθος» — είδος λίθου με ινώδεις διακλαδώσεις, νερά, που μοιάζουν με νεύρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + κατάλ. -ίτης (πρβλ. κογχ-ίτης, λυχν-ίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.